αιώρημα (το) ουσ. [< αρχ. αιώρημα < αιωρούμαι]: στερεά σωματίδια ή σταγονίδια που αιωρούνται μέσα σε υγρό ή αέριο. / αιώρηση : η κατάσταση του αιωρούμενου
αιώρημα (το) ουσ. [αρχ. < συν.: εώρημα, κράδη, γέρανος]: σκηνικό μηχάνημα του αρχαίου θεάτρου. Συναντάται στα μέσα του 5ου π.Χ. αιώνα, ιδιαίτερα στα δράματα του Ευριπίδη. Ήταν ένα είδος τροχαλίας, που χρησιμοποιείτο για την είσοδο και την έξοδο των από μηχανής θεών ή ηρώων (Πήγασος, Περσέας ) κλπ. / «Μηχανή δε, θεούς δείκνυσι και ήρωας τους εν αέρι…»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου